- εὐεπάγωγος
- εὐεπ-άγωγος [ᾰ], ον,A easy to lead on,
πρός τι Plb.31.8.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τι Plb.31.8.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεπάγωγος — εὐεπάγωγος, ον (Α) αυτός που επάγεται εύκολα, που συμπεραίνεται εύκολα («φήσας εὐεπάγωγος εἶναι πρὸς τὸ κριθέν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αγωγος (< επ άγω)] … Dictionary of Greek
εὐεπάγωγος — easy to lead on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)